παρασάνταλος

παρασάνταλος
η , ο безалаберный, беспорядочный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παρασάνταλος" в других словарях:

  • παρασάνταλος — η, ο 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει τάξη ή μέτρο σε ό,τι λέει ή κάνει, ατάσθαλος, άτσαλος 2. (για πράγμ.) αυτός που δεν βρίσκεται σε τάξη ή δεν έχει λογική σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σαντάλι / σανδάλι] …   Dictionary of Greek

  • παρασάνταλος — η, ο άτσαλος, ακατάστατος, τσαπατσούλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακομουζάκωτος — κακομουζάκωτος, ὁ (Μ) αυτός που φορεί άκομψα δερμάτινα παπούτσια, παρασάνταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουζακώνω (< μουζάκιον)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»